δαμασιμβροτος

δαμασιμβροτος
    δαμασίμβροτος
    δᾰμᾰσί-μβροτος
    2
    убивающий людей, человекоубийственный
    

(αἰχμά Pind.; Σπάρτη Simonides ap. Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "δαμασιμβροτος" в других словарях:

  • δαμασίμβροτος — δαμασίμβροτος, ον (Α) αυτός που δαμάζει ή φονεύει τους ανθρώπους («δαμασίμβροτος Σπάρτη», «χαλκὸς δαμασίμβροτος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμασι , από τον αόρ. εδάμασα τού ρ. δάμνημι* + βροτός «θνητός». (Για τον σχηματισμό πρβλ. βροντησικέραυνος,… …   Dictionary of Greek

  • δαμασίμβροτος — taming mortals masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαμασίμβροτον — δαμασίμβροτος taming mortals masc/fem acc sg δαμασίμβροτος taming mortals neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαμασιμβρότου — δαμασίμβροτος taming mortals masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαμασίφωτα — δαμασίμβροτος taming mortals masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»